|
το сани #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сани? — ελκηθρο как с (ново)греческого переводится слово ελκηθρο? — сани — πατρωνάρισμα — επιστύλιον — κλωστοϋφαντουργικός — ασπροφρύδα — απόλουσμα — μασονία — γελαδότριχα — ανθρωπολογία — ατομικίστρια — αμπελοκτηματίας — υγειά — μπαμπούλης — τσινιά — τεμπέλιασμα — προβεβλημένος — πανσπερμία — συνεταιριστικοποίηση — αναβάπτιση — ακαλανάρχητος — αραχνοΰφαντος — υπεραξία |
|||