|
η безводье; засуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безводье? — ανυδριά как на (ново)греческом будет слово засуха? — ανυδριά как с (ново)греческого переводится слово ανυδριά? — безводье, засуха — χρώς — βοτυλίασις — ατμοκίνητος — ξεμαρκάριστος — παιδοδοντίατρος — ατιμία — αγγειακός — πόνημα — παρατάω — ασύφταγος — δισταγμός — δικανίκο — τούρκικα — κρεατόπιτα — γυφταριό — αθλομανής — επτακοσιόδραχμος — δίτοννος — πούς — αφόβητος — μαροκίνο |
|||