|
трахейный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трахейный? — τραχεισκός как с (ново)греческого переводится слово τραχεισκός? — трахейный — λαδόπανο — λιγόλογος — αρχαιομανία — βαρωνος — παραμυθιάζω — καζανόκαρφο — ξεσυνειθίζω — αεροτορπίλλη — πεζότητα — ακονητής — πομάδα — δίτροχο — γεροντοκοριλίκι — τυρινή — αφρόψαρα — δραματολογικός — εξαϋλωτικός — βαναυσούργία — ψιλοβρέχει — φασματοσκοπικός — άστοχος |
|||