|
обливать, заливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обливать? — περεχύνω как на (ново)греческом будет слово заливать? — περεχύνω как с (ново)греческого переводится слово περεχύνω? — обливать, заливать — πλύστρα — κατασιγαστήρας — καταπονω — κολλήγας — διατράνωσις — ιδιοτροπία — αποδιαλόγι — τεχνικός — αμερικάνικος — ποιητικός — υπεραιμία — μαχαίρωμα — ξεροκοκκινίζω — κατεβασμένος — μαραγγιασμένος — υπουρίδα — στιχοποιός — φέρω — υδροστατική — υπερθέτω — δαφνώνας |
|||