διεκπρίω

формы словаβ
διεκπρίω
хир. отпиливать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово отпиливать? — διεκπρίω
как с (ново)греческого переводится слово διεκπρίω? — отпиливать


πτεροφυίααναδασώνωχαστούκισμακαλονυμένοςοκτάτομοςαπόσυρσησυνουσίαεξώγαμοςεκβληστάνωεκτόμησηδόσαδιδακτορικόςονειροκρίτηςοχληρότηταστύψηαχάραγασιγμοειδήςρινηλατώδυσκολίαενθρονιάζομαιηγούμενος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit