|
хир. отпиливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отпиливать? — διεκπρίω как с (ново)греческого переводится слово διεκπρίω? — отпиливать — πτεροφυία — αναδασώνω — χαστούκισμα — καλονυμένος — οκτάτομος — απόσυρση — συνουσία — εξώγαμος — εκβληστάνω — εκτόμηση — δόσα — διδακτορικός — ονειροκρίτης — οχληρότητα — στύψη — αχάραγα — σιγμοειδής — ρινηλατώ — δυσκολία — ενθρονιάζομαι — ηγούμενος |
|||