|
η цесарка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цесарка? — φραγκόκοττα как с (ново)греческого переводится слово φραγκόκοττα? — цесарка — μενουέττο — οργανοποιείο — γιουσουρούμ — επαινετέος — άρκτος — αιματοφοβία — δεοτερεύω — δισκέτα — διόρθωμα — κακόπιστος — κάρωση — αδημονώ — κολληγιάζω — αναδετός — ψευδοπρόβλημα — βουή — κατάλληλος — ενδόμυχος — αρμονία — παρουσιαστής — δυσκατάπειστος |
|||