|
το пальто; βάζω (или φορώ) τό ~ — надевать пальто; φορώ ~ — носить пальто; ανοιξιάτικο (χειμωνιάτικο) ~ — весеннее, демисезонное (зимнее) пальто #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пальто? — παλτό как с (ново)греческого переводится слово παλτό? — пальто — ηγετικός — ψυχαναλυτικός — μεσόπλευρος — τεσσαράκοντα — αστραποβολάω — περσιστί — τεχνολογία — υποδιαίρεση — προσκεφαλάδα — ιάσμη — ισοτοπία — ανεγγύητος — ζηλοτυπώ — χαμοκουκκιά — άθλημα — καμηλόσουπα — μονομερίς — ενοίκηση — διαδραστικότητα — λαιμοδέτης — ζωγραφιστά |
|||