|
το чаще мн.ч. макароны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово макароны? — μακαρόνι как с (ново)греческого переводится слово μακαρόνι? — макароны — κύπριος — ξεθάπτω — παρενθετικός — αλλόκοτα — ανευφήμηση — μαλαματοκαπνίζω — βαρίτης — γλυκοβύζαστος — αναδιπλωτός — αγγειόσπερμα — άντερο — ανθοστήλη — τρίσκοτος — μοτόρι — ξεΐδρωμα — ακόρντο — επιτελίδα — ελεφαντοκόκκαλο — ασπροσίτι — ρούμπος — δευτερνάτικος |
|||