Новогреческий словарь
εσώκλειστος
εσώκλειστ|ος
приложенный, вложенный
(в конверт)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приложенный
? —
εσώκλειστος
как на
(ново)греческом
будет слово
вложенный
? —
εσώκλειστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εσώκλειστος
? — приложенный, вложенный
#
(ново)греческий словарь
—
λινάτσα
—
πρωτεύουσα
—
λυσιτέλεια
—
κεντητική
—
βωλοστροφία
—
αντιπολιομυελιτικός
—
ασημοκεντώ
—
οψιμιά
—
νομικώς
—
αμεταπούλητος
—
κοχλιώνω
—
ξεθαμπώνω
—
απόπλυμα
—
μεσουράνηση
—
πασσαπόρτι
—
ρεκασμός
—
γοργόκαιρος
—
ισορροπώ
—
καραγκούνης
—
θαλασσομαχητό
—
αγιογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,