|
ο импровизация #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово импровизация? — αυτοσχεδιασμός как с (ново)греческого переводится слово αυτοσχεδιασμός? — импровизация — κάργια — σωσίας — κολυμβητήριο — ακατέβατα — καμβάς — υαλουργικός — όφιος — ισχυρότητα — ειδικότητα — στέγαση — κρεμαστήρι — ψηλόπρυμος — αναδοσιά — χαρτεμπόριο — εξηκοντούτης — εξαιρούμαι — Οψίκιον — Βουλγαρία — υπαλληλικός — ρεμβαστής — κάκητα |
|||