|
(-έως) ο резец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резец? — εγκοπεύς как с (ново)греческого переводится слово εγκοπεύς? — резец — τσιγγουνιά — αναχωρώ — απολησμονημένος — αυτοσυνείδηση — χιών — ακραίος — παραβολοειδής — πολλαπλώς — αμυλόπνευμα — ρυθμικός — πασάρω — πορθητής — πρόρρηση — λευκορωσικός — μεστότητα — βλέπω — αναχλός — αζευγάρωτος — ανέγκλητος — αγιονορείτης — εντοπιστικός |
|||