|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαλώ? — — εύρεση — στρατονομία — σατινέτα — χιλιαπλάσιος — μπασίδι — ακυριολεκτώ — τριανταφυλλιά — ευτυχής — γένεση — βιδέλλο — ξιφοειδής — καταιονίζω — ξαναγαπώ — απορώ — τεμάχισμα — συναιτιότης — κηλιδώνομαι — λεπτότεχνος — αντίρρησις — κατηγορώ — αρωγή |
|||