Новогреческий словарь
εμπυΐσκω
εμπυΐσκω
загноить
(рану)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
загноить
? —
εμπυΐσκω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπυΐσκω
? — загноить
#
(ново)греческий словарь
—
ήχθην
—
παραμίλημα
—
κουάρτο
—
αστερεοποίητος
—
κάπελας
—
κστεύθυνση
—
καταληστεύω
—
μπαρμπέρης
—
δοκιμαστέος
—
κατάμεστος
—
διπλοπόδι
—
προπάντων
—
επιφυλακτικός
—
ανήσκιωτος
—
καλοκαιρεύω
—
διάργυρος
—
ψυχαγωγία
—
κατεχόμενα
—
περιγελάστρα
—
επαναπατρισμός
—
φανέρωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве