|
загноить (рану) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово загноить? — εμπυΐσκω как с (ново)греческого переводится слово εμπυΐσκω? — загноить — σκραπ — συνοπτικός — γαλβανομετρικός — αποσκυβάλισμα — δικαιοστάσιο — πολύγραφο — τρηματώδης — υπτίαση — μετοικισμός — αφοβησιά — ήρα — ντερέμπεης — πυκνοφούντωτος — διέστην — αποκριάτικα — παλιόκαιρος — χωριατόπουλα — μπαουλάδικο — βαίνω — δακτυλοδεικτούμενος — βώλακας |
|||