Новогреческий словарь
τριφτός
τριφτός
тёртый, натёртый
(об овощах и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тёртый
? —
τριφτός
как на
(ново)греческом
будет слово
натёртый
? —
τριφτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τριφτός
? — тёртый, натёртый
#
(ново)греческий словарь
—
γλυκοπύρουνος
—
αιμορροΐδες
—
λιμαρισμένος
—
κατηφεδένιος
—
απλογραφία
—
διαπραγματευτής
—
κρεμνώ
—
ξεμώρατος
—
χειλάς
—
σβεστός
—
μασχαλιαίος
—
ιππικό
—
αυταπαρνησία
—
πεντάλιρο
—
φατσικά
—
ξαντικός
—
μπεκρουλιάζω
—
ρημάδι
—
περισώζομαι
—
διακεκαυμένος
—
τσαλακώνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω