|
το опий, опиум #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опий? — όπιο как на (ново)греческом будет слово опиум? — όπιο как с (ново)греческого переводится слово όπιο? — опий, опиум — σταθμάρχης — πρωταυγουστιά — σοβαροφανής — γαλούχημα — καλαμαράκι — κοπανατζής — στριφογυρίζω — διακομίζω — βρίζω — ανοηταίνω — επιβήτωρ — αναλογώ — επαγωγικός — αναχοχλακίζω — αεριώθηση — αιδοίο — διαστομωτήριον — υπερημερία — βιβλιοθήρας — εξιλεωτικός — τρουακάρ |
|||