|
снимать с крючка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снимать с крючка? — εςαγκιστρώνω как с (ново)греческого переводится слово εςαγκιστρώνω? — снимать с крючка — αιώνιος — δροσερός — διαμοχλεύω — αρρενογονικός — εδαφογνωσία — διαρράπτω — βιλίτσα — θλιμμένος — τεμπελιά — λυκάνθρωπος — κιτρολεμονιά — στοιχείωμα — μεσίτης — τρομάρα — δρεπανοειδής — επταμηνίτικος — αντωνυμικά — εκτόξευση — κασέρι — ψιψίνα — προσκύρωση |
|||