|
αόρ. от ανίπταμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανέπτην? — — πεντάπραχτος — φρεσκομπογιατισμένος — υδρονομείο — μονόστηλο — προεμβάζω — στρακώνω — αξιομακάριστος — μύρισμα — διωστήρας — ερυγμός — κεφαλόβρυση — νεώτερο — πήχτρα — υποπολλαπλάσια — καλάνδαι — λινόδετος — σκλάβωμα — αγναντέβγου — εξώθηση — ηλεκτροστατική — αιματίτης |
|||