|
η 1) радиотелефония; 2) радиовещание; Εθνικόν ίδρυμα ~ς — Афинская радиостанция, греческое центральное радио #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово радиотелефония? — ραδιοφωνία как на (ново)греческом будет слово радиовещание? — ραδιοφωνία как с (ново)греческого переводится слово ραδιοφωνία? — радиотелефония, радиовещание — τσομπάνικος — λούπινος — πλανητάριο — αναμιγνύομαι — νοσολογία — ηθικοποίηση — ηλιοσκοπία — σαπουνάδικο — διάταση — σεμιγδάλι — επαναδίπλωσις — αυτοδιαφημίζομαι — ναυπηγοξυλουργός — φωτοηλεκτρικός — εξαπλώνομαι — αμέτρητος — εμφιάλωσις — εγκοινωνισμός — πάλη — αθεΐα — βραχύκαννος |
|||