|
το анат. 1) почка; κωλικός τού ~ού — почечная колика; 2) мн.ч. поясница; τού κόπηκαν τά ~ά του — [phrase]у него всю поясницу разломило от усталости[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово почка? — νεφρό как на (ново)греческом будет слово поясница? — νεφρό как с (ново)греческого переводится слово νεφρό? — почка, поясница — τσομπάνικος — κεδρόμηλο — τυράς — ερμηνευτέος — επικύρωση — ιχθυοκτόνος — κατατυραννώ — φιλοφρόνηση — καρίκωμα — αφαλάτωση — ανακύλιση — μικροτηλέφωνο — ουτοπιστής — αυτοτραυματισμός — τουφεξής — δεντρότοπος — συριγγώδης — σιλλιμανίτης — βρέξιμο — γεωλογία — ευρέθην |
|||