|
το промокательная бумага, промокашка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово промокательная бумага? — στυπόχαρτο как на (ново)греческом будет слово промокашка? — στυπόχαρτο как с (ново)греческого переводится слово στυπόχαρτο? — промокательная бумага, промокашка — ανατρεπτικός — πασσαλόκτιστος — δέω — πιπέρι — ειδικά — ψευδομονάδα — προεξοφλητέος — αρνησιδικία — άμαλλος — απλοϊκά — μισθοδοτούμαι — οικονομολογικός — ανασκευαστικός — κηλεπίδεσμος — λύκαινα — ριζοτομία — ονοματισμός — εκτροχηλισμός — στηλίτης — δανειστής — σχεδιαγραφώ |
|||