|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλιοσειρά? — — εμπύρευση — μουρμουράω — ραδιοναυτιλιακός — εριούχος — αποχρωμάτισμός — ανεγγύητος — επτάψυχος — ένεστι — ευφλεκτότητα — ανδρολογία — μεταφράστρια — ατριγύριγος — παντοχή — ευτελώς — χρυσίο — εκφέρομαι — δακτυλιοποιός — τζαναμπέτα — βλητοφόρο — τριγύρω — αεριοποιητής |
|||