|
το находка; открытие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово находка? — εύρημα как на (ново)греческом будет слово открытие? — εύρημα как с (ново)греческого переводится слово εύρημα? — находка, открытие — δογματική — καταποντισμός — επίσχεστρον — αποτύπωση — συνδιαιτωμαι — στρωμνή — άκου — φιλοτάραχος — φοράδα — ζαργάνα — ταξάκι — συμφεροντολογία — σπορείον — ενδοβένθος — βραδυσφυγμία — υδροφοβία — φράγκικα — δευτερώτερος — φραγκόκλησα — γρενετίνη — καβάλο |
|||