|
το электрод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электрод? — ηλεκτρόδιο как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτρόδιο? — электрод — κάλλιο — πυροτεχνουργία — χύνομαι — χοντρολαίμης — εξισώνομαι — θρίξ — καθοδικός — επιφυάς — παραστεκάμενο — εγκέφαλος — συμπτύσσω — μαγειριό — κεντρικότητα — καταψυχτικός — γύρεμα — ιστολόγος — ξαναφκειάνω — σπόριασμα — φορτώνομαι — πολύχρωμος — ελεγειογράφος |
|||