|
παθ. αόρ. от επιφέρω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επηνέχθην? — — εφημερίς — άθρησκος — αναπαραγωγή — επωαστήριον — αεραέριο — αναρπάζομαι — καταβόλεμα — γρουσούζικος — καννάβι — τρίχωμα — τεφτέρι — ποντάρισμα — κυκλωνικός — αποκλείνομαι — πολυανθρωπία — επακούω — πραματευτής — αντικανονικός — ουρηθροσκόπιο — αρνάδι — ξαναφορμάρω |
|||