Новогреческий словарь


τσερβέλλο

τσερβέλλο
το мозг;
          τού τίναξε τό ~ — [phrase]он ему голову разбил[/phrase];
          τού σήκωσε τό ~ — [phrase]она ему вскружила голову[/phrase]


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово мозг? — τσερβέλλο
как с (ново)греческого переводится слово τσερβέλλο? — мозг


#(ново)греческий словарьσύναπαντιούμαιαγχωτικόςάρπασμαπροσκυνήτριαβροχάδαμεγάλαυχοςήρξατροχοπεδώξάρμισμαλογικόςβαβουλάταμαστιχηφωτοτηλέγραφοςερμαφροδισίααντικυβερνητικάαρχήθενγαλλόνιάφθαστοςκλειδομανταλώνωπραξικοπημοτικόςεμβοή


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω







переводы с персидского языка, литовский словарь, шведско-русский словарь, сборка мебели в Москве