|
το мозг; τού τίναξε τό ~ — [phrase]он ему голову разбил[/phrase]; τού σήκωσε τό ~ — [phrase]она ему вскружила голову[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мозг? — τσερβέλλο как с (ново)греческого переводится слово τσερβέλλο? — мозг — φυρομυαλίζω — τρισμύριοι — μολυβδίς — γκιούλαϊ — άνεμος — δεμάτισμα — επώκισα — άγγελίνα — βλίτο — στολαρχώ — γυμνόλαιμος — ανεπίληπτος — παιδοκόμος — υβρεολόγιο — μπεζεστένι — μικροκάμωτος — τεχνολογικός — επιον — εγχαράσσω — ναυλομεσιτικά — εκπυρσοκρότηση |
|||