|
η тыква (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тыква? — κολοκυθιά как с (ново)греческого переводится слово κολοκυθιά? — тыква — αστόχαστος — σουσαμάτος — επίνοια — σπασμωδία — ετυμολογία — απόρριψη — άσθμα — γαλαντλία — αποκληρωτικός — σαρίδι — πηγαδάκι — τσιμεντοπάσσαλος — εμφανοτυπικός — εχθροπάθεια — γόγγυσμα — χορευτά — οινόμετρο — φθειρίζω — αφορολόγητος — φωκιάζω — κωλυσιεργός |
|||