|
(мн.ч. -ήδες) ο ист. сборшик налогов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сборшик налогов? — γυφτοχαρατζής как с (ново)греческого переводится слово γυφτοχαρατζής? — сборшик налогов — προστυχολογιά — δυσπαράδεχτος — ρεβιθοκοτόσουπα — ερίφισσα — αλαργινός — ξεκόπτω — κυλινδροπίστονο — ιππασία — επιγράφω — βλαχομπαρόκ — φοβητσιάρισσα — εξωστικός — κολποσκόπιο — ελεεινολογία — αγωνοθετώ — φαρφουρί — μπαρμπεριό — άφραχτος — περίεργος — καθησύχαση — δυσήκοος |
|||