|
το горн (доменной печи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горн? — φρυγείο как с (ново)греческого переводится слово φρυγείο? — горн — πειναλέος — πρωτογενής — ταρτάρειος — αρτοζαχαροπλάστης — δέση — εμπρεσσιονιστής — τουρκογύφτισσα — έξωμος — εκπλύνω — μαστικός — κωλυσιεργώ — φιλικότητα — αντεννοκάταρτο — περίσχεση — ξεμουρλαίνω — υδροσφαίρα — σεμνά — διασπαράσσω — συνομήλικος — προβατίλα — ξηραντήρας |
|||