|
το ледокол; ατομικό ~ό — атомный ледокол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ледокол? — παγοθραυστικό как с (ново)греческого переводится слово παγοθραυστικό? — ледокол — νεκροθήκη — λιθοθροπτικός — σιγανοψιχάλισμα — μετανοητής — πατσομύτης — κατουροκούμαρο — στουρέκι — αντιφλογιά — αποχώρηση — εκπαιδεύω — φτεροπετάω — διετμήθην — ανθρωπομετρία — πνευματομάχοι — μυροποιός — σκορπίζω — πρωτομαγιάτικος — φονεύς — μοχθηρότητα — απογέρασμα — γλωσσολογικός |
|||