παγοθραυστικό

формы словаβ
παγοθραυστικό
το ледокол;
          ατομικό ~ό — атомный ледокол



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ледокол? — παγοθραυστικό
как с (ново)греческого переводится слово παγοθραυστικό? — ледокол


νεκροθήκηλιθοθροπτικόςσιγανοψιχάλισμαμετανοητήςπατσομύτηςκατουροκούμαροστουρέκιαντιφλογιάαποχώρησηεκπαιδεύωφτεροπετάωδιετμήθηνανθρωπομετρίαπνευματομάχοιμυροποιόςσκορπίζωπρωτομαγιάτικοςφονεύςμοχθηρότητααπογέρασμαγλωσσολογικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit