|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θρομβολυτικό? — — ξέσκεπος — ωταλγία — αγιούτο — ζωγραφικός — καραγκούναρος — μπερτάχι — τραμπούκα — πασουμάκι — ριζοβολάω — αναστατικός — μισότρελλος — ανουθέτητος — κότσος — προσήλυτος — ακροθιγής — μαργιόλεμα — εδωχάμου — παρατηρητικός — ηλεκτρικά — μετωπηδόν — ορυκτολόγος |
|||