Новогреческий словарь
βεντάγια
βεντάγια
η
веер; опахало
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
веер
? —
βεντάγια
как на
(ново)греческом
будет слово
опахало
? —
βεντάγια
как с
(ново)греческого
переводится слово
βεντάγια
? — веер, опахало
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαοκτάκις
—
ακατάφερτος
—
χρυσωτής
—
ακοκκίνιστος
—
τσιγκουνιά
—
υπερστέγασμα
—
Μασκαράς
—
αναπόδιαση
—
αναμεμιγμένος
—
απρόσκοφτος
—
αλλαντοπώλης
—
αμάτιαχτος
—
νυχάτο
—
συντονιστικός
—
απόκοττος
—
ζείδωρος
—
κοτζάμπασης
—
στόχος
—
ακαλαίσθητα
—
χαντζής
—
γνεθολόγημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω