|
η веер; опахало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веер? — βεντάγια как на (ново)греческом будет слово опахало? — βεντάγια как с (ново)греческого переводится слово βεντάγια? — веер, опахало — ιματιοθήκη — γεροξούρης — μαστίτις — κοκάρδα — ψέλλιον — τουφωτός — αντικαπιταλιστικά — λιανοκάμωτος — φραγκοπαναγιά — τοποθετώ — καφενόβιος — ακριβαγορασμένος — τυρφώνας — πυκνοκατοικούμαι — αμαξάδικο — λαδομπογιαντίζομαι — στλεγγίδα — αλείαντος — αντιστέκω — μπερδεύω — αδάκρυτος |
|||