Новогреческий словарь
συριστικός
συριστικός
лингв.
свистящий
;
~ικά σύμφωνα — свистящие согласные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
свистящий
? —
συριστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συριστικός
? — свистящий
#
(ново)греческий словарь
—
ξανακύλημα
—
σιτηρέσιο
—
προλεταριακός
—
ξανακυλώ
—
ανεμοβροχιά
—
πρόσπτωσις
—
τριγωνομετρία
—
διαπαλαίω
—
σουρμές
—
σωλήνας
—
νέαση
—
αρκτικός
—
αμφιθάλασσος
—
νευρόσπασμα
—
πολυσέλιδος
—
άφταιχτος
—
αγελαδοτρόφος
—
επιστρέφομαι
—
λοκαντιέρης
—
διαθερμαίνω
—
ερεθίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,