|
автоинспектор #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τροχονόμος? — — ηχόμετρο — τουμπεκί — χωριατομαθημένος — ελαχιστότητα — λαμπροστόλιστος — επιθαλάμιον — δεματοποιώ — αλατωρυχία — φωτοσβέστης — αλειμματένιος — εξόδευμα — κομπωτής — τίκτομαι — γενέτειρα — αχάλαστος — γραιγοτραμουντάνα — σιδερικό — ἀπογοήτευσις — γλυκοκουβέντο — θυρόφυλλο — ξαμολλώ |
|||