|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ολοός? — — ενοποίηση — ζουλίζω — κάτουρλο — αυτοστεγάζομαι — ακροβάτισσα — συμπέθερος — αφέλεια — απογράφω — κορφούλα — εγκαθείργω — μεσοοράνισμα — λύτρια — χυδαιολογώ — κατακέφαλα — αυτοεξυπηρετούμαι — ανιδιοτέλεια — τσαπατσούλα — εβδομηκονταετής — ανηλεής — αφιλόξενος — δυαδικός |
|||