Новогреческий словарь
λιποναύτης
λιποναύτης
ο воен., мор.
дезертир
;
~ ένδημος — матрос(__,__) находящийся в самовольной отлучке трое суток
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дезертир
? —
λιποναύτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιποναύτης
? — дезертир
#
(ново)греческий словарь
—
ξαναζωντάνεμα
—
παπουτσάδικο
—
ασπροκόκκινος
—
εδραίωση
—
δημαγωγικός
—
καμπούρης
—
πιστός
—
παντρολογήστρα
—
ημιστήριξη
—
αμπαλλάρισμα
—
χάρτης
—
οξεοστεγής
—
χόνδρινος
—
κολαστής
—
ισόζυγος
—
καταζήτηση
—
επίδραση
—
ανεμώνη
—
μικροψυχία
—
επικός
—
δικαιώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω