|
η мед. липемия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово липемия? — λιποαιμία как с (ново)греческого переводится слово λιποαιμία? — липемия — παραγράφω — γυαλικό — ενάκανθος — γυμναστήριο — γαλότσα — αλεπόμουτρο — αλληλοσχέση — εγγυώμαι — γλυκομουρμουρίζω — συμπίπτω — λογοκλοπώ — χρονομέτρης — πορίζω — λουτρικό — ανεξέλεγκτος — εναργέστερα — εξάστερον — πρόπλασμα — ξαναδυναμώνω — καπηλεύομαι — κουτρουβάλα |
|||