|
пародировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пародировать? — παρωδώ как с (ново)греческого переводится слово παρωδώ? — пародировать — άγνεστος — κρυολογώ — προϊδεαστικός — σωβινιστής — άχειρ — έκκαυμα — προσμετρώ — φευγάτος — εναντιολογώ — τορνευτήριο — ζωοκλέπτης — αναβάλλω — φουσσατο — μπεγλέρι — κούφιος — κάνας — ευνοούμενος — υπερτροφία — ζώο — λεμφαδενίτιδα — πάχος |
|||