|
(-ιδος) η мед. оофорит, воспаление яичника #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оофорит? — ωοθηκίτις как на (ново)греческом будет слово воспаление яичника? — ωοθηκίτις как с (ново)греческого переводится слово ωοθηκίτις? — оофорит, воспаление яичника — μισελληνισμός — φρεναπάτη — κανονάρχισμα — αξιοπερίεργος — παραδοχή — αερομετρητής — εύσειστος — παράσημο — αδιάφορος — δρύινος — αεροθερμαγωγός — ακοφτος — κοπρόσκυλο — αφθονών — συνεισφέρων — κατάβραδα — οφθαλμία — εκτύλιξη — καφεοφυτεία — επίβρεγμα — ρινορραγία |
|||