|
откормленный, упитанный (о скоте, птицах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово откормленный? — σιτευτός как на (ново)греческом будет слово упитанный? — σιτευτός как с (ново)греческого переводится слово σιτευτός? — откормленный, упитанный — πειραχτικός — τοιχόστρωση — αναμφισβήτητος — αποσαπίζω — αντίγραφον — παραδαρμένος — καλαμάρι — γομώνω — μισοτελειώνω — πέδη — εγερτήριο — βρωμόλογος — τεμπελχανού — δεκαπλασιάζω — μπίρα — αυλακωτήρας — ρυγχωτός — ακατάρτιστος — στραγαλατζής — νεωτερικά — αποσάπουνο |
|||