|
несобранный, неубранный (об урожае) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несобранный? — ασόδιαστος как на (ново)греческом будет слово неубранный? — ασόδιαστος как с (ново)греческого переводится слово ασόδιαστος? — несобранный, неубранный — δίχροος — αδειασμένος — ενδομήτριο — ξεδικιωτής — λωλός — ξεβράζω — ανακορώνω — μανταρίζω — τράχωμα — συγκεντρώνομαι — εξιδανικευτικός — αναλγητικός — τρελέγκω — ακαταπτόητος — μεταμεσημβρινός — αιμοσταγής — βρίζομαι — δενδρογαλή — κρεβατόστρωση — κίκι — θαλασσοκρατορία |
|||