|
το 1) сифон; 2) смерч, вихрь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сифон? — σιφόνι как на (ново)греческом будет слово смерч? — σιφόνι как на (ново)греческом будет слово вихрь? — σιφόνι как с (ново)греческого переводится слово σιφόνι? — сифон, смерч, вихрь — εισαγωγούλα — ηλεκτραρνητικότητα — εννοιολογικός — πρίν — αναποφλοίωτος — αφροσαλιάζω — νυχτέρεμα — απολείτουργα — δαυλιό — γιαχνιστός — καυστικότητα — νηματοπονητικός — αναγινώσκω — αλλομα — ισώνω — ωοτόκος — πλύμα — αμανετζής — πρωτεργάτις — αργυροστόλιστος — επίφραξις |
|||