|
единовластный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единовластный? — μονοκρατορικός как с (ново)греческого переводится слово μονοκρατορικός? — единовластный — σταθμαρχείο — κόνξα — γνωσιολογικός — μεγαθύμως — γυροβολάω — παλαιοβιβλιοπώλης — τυποτηλεγραφία — διαμοιβή — μαγιώνω — ανυποκρισία — σταμάτημα — ξαργιτού — αγκυροειδής — μικροψυχώ — ευστοχία — παραπονεμένος — ξινούδι — βιβλιοδέτηση — ηλεκτροδυναμόμετρο — σκόνταψη — εισαγωγικός |
|||