|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταβερνίτσα? — — τσιγάρισμα — κεφαλήστος — ντζερεμές — παρασελήνη — αντσούγια — θεσπέσιος — αναθεωρητισμός — πηλοπλαστική — αναλλοίωτα — αγκυροβόληση — πλήττω — ηώλιθος — Μίνως — τρελογιατρός — φραστικός — ακατάρρευστος — πρακτόρισσα — μαχητικά — μυστικιστής — αμάρα — επίσης |
|||