|
η приведение к присяге #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приведение к присяге? — ορκοληψία как с (ново)греческого переводится слово ορκοληψία? — приведение к присяге — καταθέτρια — επίνεμα — κολασμένος — προσρόφηση — κλεψίτυπος — ασκάλωτος — ναυαγός — βουλεβάρτο — διαρρηγνύομαι — ξυέμαι — εναντιόμορφος — αναβλητικότητα — συντριπτικός — αντιφεμινιστής — δετήρας — παριστάω — διώκτρια — σουπέ — παραπλωτήρας — αμαξάρα — υπέρ |
|||