|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καμινευτικός? — — ηδύποτο — ελμινθίαση — ποικιλοχρωμία — βρωμόπαιδο — φυσικοπυρηνικός — ξανάφτω — λευκαντικός — μακρομικρόμετρο — λαοκρατία — μερακλήδικος — ακήρυχτος — πληρεξούσιος — αναλυγκιάζω — φορητότητα — ημικυκλικά — αισθητήριος — πτωμαΐνη — τερέτισμα — χαράζει — ψωράλογο — ανεπιτίμητος |
|||