|
η церк. 1) сан священника; 2) приход #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сан священника? — εφημερία как на (ново)греческом будет слово приход? — εφημερία как с (ново)греческого переводится слово εφημερία? — сан священника, приход — αλατόπαστος — απονωρίς — απελευθερία — κοραλλιογενής — επιμαρτυρία — νημάτωμα — αρέζω — πενηντάχρονος — χορτοθεριστικός — καμπυλότητα — υπερύψωση — τουφέκισμα — εισβαίνω — γραφειοκράτης — μάντισσα — υπερέκθεση — ευσπλαχνικός — άδαμαντοπωλειο — αρχοντίκι — βεργασούρα — φίς |
|||