|
каменистый; скалистый; ~ωδες έδαφος — каменистая почва #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каменистый? — πετρώδης как на (ново)греческом будет слово скалистый? — πετρώδης как с (ново)греческого переводится слово πετρώδης? — каменистый, скалистый — αγουρωπός — πίπισμα — ενδοφθάλμιος — ταβανίσιος — παραξόνιο — σίμωμα — μετοχάρισσα — επίκεντρο — λάκκη — εσώβρακο — διάτρημα — αργεμός — γαλατάδικο — παιδοχειρουργός — συνδημότης — διαθέρμανση — Βέλγος — πομπεύω — κομμάτι — αποκαρδίζω — σιταρότοπος |
|||