|
η 1) десяток; 2) декада #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово десяток? — δεκάδα как на (ново)греческом будет слово декада? — δεκάδα как с (ново)греческого переводится слово δεκάδα? — десяток, декада — κοπρίζω — ευχητήριος — λογχομαχώ — αλκοολοποιία — ρωσσιστί — ξυστικός — κρυπτογράφημα — διερευνητικός — καταιονητήρ — σημαφόρος — εμβάς — τσίτ — καφές — γούρλωμα — απόστρατα — χιονιάς — ελαφρόποινος — τσούγκρισμα — εργολαβία — δωδέκατο — ενετήρ |
|||