Новогреческий словарь
διαζώστρα
διαζώστρα
η 1)
набедренная повязка
;
2)
пояс
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
набедренная повязка
? —
διαζώστρα
как на
(ново)греческом
будет слово
пояс
? —
διαζώστρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαζώστρα
? — набедренная повязка, пояс
#
(ново)греческий словарь
—
γαλεάγρα
—
πλαστουργός
—
κρυσταλλωμένος
—
γαϊτανάς
—
υποθερμικός
—
σεντόνι
—
σαπουνόσκονη
—
φωτοληψία
—
αυτοανακηρυσσόμενος
—
καρπώτρια
—
διανεμητικός
—
ανταπεργώ
—
αυτοκινητέλαιο
—
φαγώσιμος
—
στυγερός
—
ελεφαντουργός
—
έρμος
—
γυναικοδουλειά
—
μαγγάνισμα
—
μέλλον
—
κρούσταλλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве