|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μινοράκι? — — ψαθοποιός — λαγγάδι — βαθμιαία — μαγκουροφόρος — κοσκινισμένος — τσίρλα — κάννη — θέρμες — βόϊσμα — αξύπαστος — καθηγήτρια — αντενεργών — αμυγδαλωτό — υπαρχηγός — τυραννοκτονία — παντοιοτρόπως — μαλαϊκός — πεντάτομος — ρελιάστρα — επικρουστήρας — αποκρυσταλλωμένος |
|||